κιαροσκούρο

κιαροσκούρο
το
1. τεχνική στις εικαστικές τέχνες η οποία χρησιμοποιείται για την απόδοση τού φωτός και τής σκιάς ανεξάρτητα από τη χρήση χρώματος, η φωτοσκίαση
2. η εικόνα που γίνεται με αυτό τον τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. chiaroscuro].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φωτοσκίαση — η, Ν το κιαροσκούρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτοσκιάζω. Η λ., στον λόγιο τ. φωτοσκίασις, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • Χενταγιάτ, Σαντέγ — (Τεχεράνη 1903 – Παρίσι 1951). Iρανός συγγραφέας. Θεωρείται, στην πατρίδα του, ο μεγαλύτερος σύγχρονος Iρανός πεζογράφος και έχει μεγάλη φήμη και στην Ευρώπη, όπου ένα έργο του, Ο τυφλός γκιώνης (1941), μεταφράστηκε στα γαλλικά, στα γερμανικά και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”