- κιαροσκούρο
- το1. τεχνική στις εικαστικές τέχνες η οποία χρησιμοποιείται για την απόδοση τού φωτός και τής σκιάς ανεξάρτητα από τη χρήση χρώματος, η φωτοσκίαση2. η εικόνα που γίνεται με αυτό τον τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. chiaroscuro].
Dictionary of Greek. 2013.